προσοδοφόρος — α, ο αυτός που φέρνει προσόδους, ο επικερδής: Προσοδοφόρο επάγγελμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
βαρβάτος — (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από τη Θράκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’. Πήρε μέρος στην εκστρατεία στην Καρχηδόνα εναντίον των Βανδάλων, ως αρχηγός ισχυρού σώματος ιππικού. Στη μάχη του Τρικάμαρου, όπου… … Dictionary of Greek
επικερδής — ές (Α ἐπικερδής) αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.) αρχ. (για τον κερδώο Ερμή) προστάτης τού εμπορίου, τού κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ… … Dictionary of Greek
εύμισθος — εὔμισθος, ον (Μ) αυτός που αποφέρει καλό μισθό, ο επικερδής, ο προσοδοφόρος … Dictionary of Greek
ζουμερός — ή, ό 1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι») 2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικός («ζουμερά λόγια» καίρια, σωστά λόγια, με ουσία) 3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»). επίρρ... ζουμερά 1. με χυμό 2. με ουσία,… … Dictionary of Greek
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
καρπερός — ή, ό (Μ καρπερός, ή, όν) αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος νεοελλ. 1. γόνιμος 2. ο προσοδοφόρος, επωφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ερός (πρβλ. βροχ ερός, τυχ ερός)] … Dictionary of Greek
καρπώσιμος — καρπώσιμος, ον [κάρπωσις] 1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς 2. προσοδοφόρος, αποδοτικός … Dictionary of Greek
προσοδικός — ή, όν, Α [πρόσοδος] 1. αυτός που αποφέρει προσόδους, παραγωγικός, προσοδοφόρος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσοδικός ενοικιαστής δημόσιων προσόδων, δημοσιώνης* 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσοδικά οι… … Dictionary of Greek